- κομματικός
- -ή, -ό (AM κομματικός, -ή, -όν) [κόμμα]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολιτικό κόμμα («κομματική οργάνωση»)2. αυτός που μεροληπτεί υπέρ ορισμένης μερίδαςμσν.-αρχ.αυτός που αποτελείται από μικρές προτάσειςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ κομματικόν(ενν. μέλος) θρηνητικό άσμα, κομμός.επίρρ...κομματικώς και -ά (AM κομματικῶς)νεοελλ.με κομματικό τρόπομσν.-αρχ.με μικρές προτάσεις («οἶς κομματικῶς καὶ γοργῶς ἔλεγε», Ευστ.).
Dictionary of Greek. 2013.